τεῦ

English (LSJ)

Dor. gen. of σύ (q.v.).
II τεῦ, Ion., Ep., and Dor. gen. of τίς; who?, and τευ enclit., gen. of τις, some one, v. τίς, τις.

German (Pape)

[Seite 1101] ion. u. dor. statt τίνος, att. τοῦ, u. τευ, entl., = τινός, att. του, Hom., Her., s. τίς. dor. gen. von τύ, σύ, = σοῦ, Alem.

French (Bailly abrégé)

2ion. et dor. c. τίνος, de τίς.

Russian (Dvoretsky)

τεῦ: ион.-дор. (= τίνος) gen. к τίς.

Greek (Liddell-Scott)

τεῦ: Δωρ. γεν. τοῦ τύ, σύ, Θεόκρ. 5. 19., 7. 27, κλπ. ΙΙ. τεῦ; Ἰων., Ἐπικ. καὶ Δωρ. γεν. τοῦ τίς; ἀλλὰ τευ ἐγκλιτ., γεν. τοῦ τις, Ὅμ., Ἡσ., Ἡρόδ.

English (Autenrieth)

see τίς, τὶς.

Greek Monotonic

τεῦ: Δωρ.
I. γεν. του σύ. II. τεῦ, Ιων., Επικ., Δωρ., γεν. του τίς; = ποιος; αλλά τευ εγκλιτ., γεν. του τις, κάποιος.