τηλεφεγγής
German (Pape)
[Seite 1106] ές, weit leuchtend, Psell. de lapid. 4.
Greek (Liddell-Scott)
τηλεφεγγής: -ές, ὁ φέγγων εἰς μακρὰν ἀπόστασιν, Ψελλ. π. Λίθ. 4.
Greek Monolingual
-ές, Μ
αυτός που φέγγει σε μακρινή απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἀειφεγγής].