-ίδος, ἡ, prob. = τοκάς, perhaps of geese, BGU1212 D 26 (Ptolemaic royal edict).
-ίδος, ἡ, Απιθ. τοκάς (Ι).[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. βολίς].