τοκογλυφία
Greek Monolingual
η, Ν
1. (οικον.) ο δανεισμός χρημάτων με επιτόκιο ανώτερο του νόμιμου
2. (ποιν. δίκ.) περιουσιακό έγκλημα βαθμού πλημμελήματος το οποίο συνίσταται, γενικά, στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων προφανώς δυσανάλογων προς την παροχή ορισμένης πίστωσης ή την ανανέωσή της, ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής της, με παράλληλη εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, κουφότητας, απειρίας ή ψυχικής έξαψης του λήπτη της πίστωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοκογλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].