τοξικομανία
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. η «καθ' έξιν» κατανάλωση μιας ή περισσότερων ψυχοτρόπων ουσιών, ικανών να προκαλέσουν κατάσταση σωματικής και ψυχικής εξάρτησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicomanie < τοξικόν (βλ. λ. τοξικός) + -μανία (< -μανής), πρβλ. και τοξικο-μανής].