τοπομαχώ

Greek Monolingual

τοπομαχῶ, -έω, ΝΜΑ
διεξάγω μάχη από οχυρή και απρόσβλητη θέση
αρχ.
μάχομαι για να καταλάβω οχυρή θέση («τοπομαχεῖν περὶ τῆς στάσεως», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυμαχώ].