Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τοπομαχώ
Greek Monolingual
τοπομαχῶ, -έω, ΝΜΑ διεξάγωμάχη από οχυρή και απρόσβλητη θέση αρχ. μάχομαι για να καταλάβω οχυρή θέση («τοπομαχεῖν περὶ τῆς στάσεως», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<τόπος+ -μαχῶ (< -μάχος<μάχομαι), πρβλ. ναυμαχώ].