τοποφυλαξία
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ.
ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκου με χρησιμοποίηση πλαστικού επιδέσμου για επιβράδυνση της έγχυσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. topophylaxie (< τόπος + φύλαξη)].
η, Ν
ιατρ.
ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκου με χρησιμοποίηση πλαστικού επιδέσμου για επιβράδυνση της έγχυσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. topophylaxie (< τόπος + φύλαξη)].