τοῖιν

English (LSJ)

v. , , τό.

Greek (Liddell-Scott)

τοῖιν: Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. τοῦ δυϊκοῦ τοῦ ὁ, τοῖιν δ’ ἔγνω πρόσθεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας Ἰλ. Ν. 66, κλπ.

Greek Monolingual

Α
(αρθρ.) (επικ. γεν. και δοτ. του δυϊκ.) βλ. ο.

Greek Monotonic

τοῖιν: Επικ. αντί τοῖν, γεν. και δοτ. δυϊκ. του .