τράγεος

English (LSJ)

α, ον,
A = τράγειος, δειπνήσας τ. πόδα AP11.325 (Autom.).
II τραγέα (sc δορά), ἡ, a goat's skin, Thphr. De Odoribus 62 (60), Plu.2.294f; also τραγῆ, Poll.4.118, Eust.276.10.

German (Pape)

[Seite 1132] = τράγειος, davon ἡ τραγῆ, sc. δορά, Bockshaut, Bocksfell, Plut.; vgl. Lob. Phryn. 78.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bouc ; ἡ τραγέα (δορά) peau de bouc.
Étymologie: τράγος.

Russian (Dvoretsky)

τράγεος: козлиный, козий (πούς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τράγεος: -α, -ον, = τράγειος· δειπνήσας τ. πόδα Ἀνθολ. Π. 11. 325. ΙΙ. τρᾰγέα (ἐξυπακ. δορά), ἡ, δέρμα τράγου, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 60, Πλούτ. 2. 294F· ὡσαύτως τραγῆ, Πολυδ. Δ΄, 118, Εὐστ., ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 317.

Greek Monolingual

-έα, -ον, Α
βλ. τράγειος.

Greek Monotonic

τράγεος: -α, -ον, = τράγειος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τράγεος, η, ον = τράγειος, Anth.]