τράγινος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = τράγειος, of a he-goat, κόραι AP9.558 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 1133] vom Bocke, Eryc. 7 (IX, 558).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de bouc.
Étymologie: τράγος.

Russian (Dvoretsky)

τράγῐνος: (ᾰ) козий (κόραι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τράγῐνος: -η, -ον, ὡς τὸ τράγειος, ὁ ἀνήκων εἰς τράγον, τραγίνας δ’ ὕπνος ἔμυσε κόρας Ἀνθ. Π. 9. 558, 6.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
τραγήσιος, τράγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

Greek Monotonic

τράγῐνος: -η, -ον, όπως το τράγειος, αυτός που ανήκει σε τράγο, σε Ανθ.

Middle Liddell

τράγῐνος, η, ον like τράγειος
of a he-goat, Anth.