Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τρήση
Greek Monolingual
η/τρῆσις, -ήσεως, ΝΜΑ 1.διάτρηση, τρύπημα 2. οπή, άνοιγμα («τρήσεις κοσκίνου», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ.< θ. τρη- της δισύλλαβης ρίζας τερη- (βλ. λ.τετραίνω, τιτρώσκω), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν+ κατάλ. -σις].