τρίβωμος

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, threefold or triangular altar, IG14.966.8 (Rome).

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, ein dreifacher od. dreieckiger Altar, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

τρίβωμος: ὁ, τριπλοῦς ἢ τριγωνικὸς βωμός, Συλλ. Ἐπιγραφ. 5980.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τριπλός ή τριγωνικός βωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + βωμός.