τρίπτωτος
English (LSJ)
τρίπτωτον, with three case-forms, Choerob. in Theod.1.335 H., Priscian Inst.5.14.76, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπτωτος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς πτώσεις, Χοιροβ. Καν. 363, Priscian. 5, 14, 76.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σχηματίζει τρεις μόνο πτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πτωτος (< πτῶσις), πρβλ. πεντάπτωτος].