τρίφυλλον

English (LSJ)

τό,
A clover, Trifolium fragiferum, Hdt.1.132, Pherecr.109, PLips.97 xxxiii 16, 24 (iv A. D.); τρίφυλλος, ἡ, Dsc.2.147; cf. τρίσφυλλον.
2 treacle clover, Psoralea bituminosa, Id.3.109.
3 = σατύριον, ib.128; = ὠκύθοον, Hsch.; also (in acc. -ον) = Ἀντιοχικὴ ἰσχάς, Str.13.4.15.
II trefoil ornament, Inscr.Délos 1441 Ai90 (ii B. C.); φύλλα τ. ib.1442 A36 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1149] τό, ein Kraut, Dreiblatt, Klee; Her. 1, 132; Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
trèfle, plante.
Étymologie: τρίφυλλος.

Russian (Dvoretsky)

τρίφυλλον: (ῐ) τό бот. трилистник, клевер Her.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφυλλον: τό, τό νῦν λεγόμενον «τριφύλλι», Ἡρόδ. 1. 132, Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 2 (Ἀθήν. 685Α)· ὠσαύτως τρίφυλλος, ἡ, Διοσκ. 2. 177.

Spanish

trébol

Greek Monolingual

και τρίσφυλλον, τὸ, Α
βλ. τρίφυλλος.

Greek Monotonic

τρίφυλλον: τό, φυτό με τρία φύλλα, τριφύλλι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

τρί-φυλλον, ου, τό,
a plant, tre-foil, clover, Hdt.

Léxico de magia

τό bot. trébol oculto bajo nombres secretos γόνος Ἄρεως· τ. semen de Ares es trébol P XII 441