τρίσφυλλον
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English (LSJ)
τό, poet. for τρίφυλλον, Nic.Th.520.
German (Pape)
[Seite 1148] τό, poet, statt τρίφυλλον, Nic. Th. 520.
Greek (Liddell-Scott)
τρίσφυλλον: τό, ποιητ. ἀντὶ τρίφυλλον, ναὶ μὴν καὶ τρίσφυλλον ὀππάζεο Νικ. Θηρ. 520.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. τρίφυλλος.