η, Νναυτ. (ιδιωμ. τ.) διάπλους από λιμάνι σε λιμάνι, ιδίως όταν αυτός δεν γίνεται ως τακτικό, αλλά ως περιστασιακό δρομολόγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversata «διάπλους, διάβαση διά μέσου θάλασσας»].