ων, = τράγος V. 2, τράγιον 1, Ps.-Dsc. 4.49.
[Seite 1133] ω, mit Bockshörnern (?); – Pflanze, = τράγιον, Diosc.
τρᾰγόκερως: -ων, ὁ ἔχων κέρατα τράγου, Διοσκ. 4. 50.
-ων, Ααυτός που έχει κέρατα τράγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -κερως (< κέρας), πρβλ. αιγόκερως].