τράγιον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A a plant smelling like a he-goat, stinking tutsan, Hypericum hircinum, Dsc.4.49.
II pimpinell, Pimpinella Tragium, ib.50.
German (Pape)
[Seite 1133] τό, eine Pflanze, die einen Bocksgeruch hat, auch τραγεῖον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τράγιον: [ᾰ], τό, φυτόν τι ἐν Κρήτῃ ὅπερ κατὰ τὸ φθινόπωρον ἐκπέμπει ὀσμὴν τράγου, εἶδος ὑπερείκου, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 1, Διοσκ. 4. 49, 50.
Russian (Dvoretsky)
τράγιον: (ᾰ) τό трагий (растение с запахом козла) Arst.