τρηματόεις
English (LSJ)
τρηματόεσσα, τρηματόεν, porous, λίθος τ. pumice stone, AP6.62 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
criblé de trous, troué (poreux).
Étymologie: τρῆμα.
German (Pape)
εσσα, εν, durchlöchert, löcherig, mit vielen Löchern, λίθος, Bimsstein, Philp. 17 (VI.62).
Russian (Dvoretsky)
τρημᾰτόεις: όεσσα, όεν ноздреватый, пористый (λίθος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρημᾰτόεις: εσσα, εν, πορώδης, πλήρης ὀπῶν, λίθος τρ. ἡ κίσηρις, ἡ κοινῶς λεγομένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 62.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
ο γεμάτος τρύπες, διάτρητος («τρηματόεις λίθος» — πορώδης λίθος, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῆμα, -ατος + κατάλ. -όεις (πρβλ. ἀστερόεις)].
Greek Monotonic
τρημᾰτόεις: -εσσα, -εν, αυτός που είναι γεμάτος πόρους, σε Ανθ.