τριάδελφος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, of three brothers, πόθος Tz.H.2.323.

Greek Monolingual

-ον, Μ
ο σχετικός με τρεις αδελφούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἀδελφός.