τριβωνικῶς
English (LSJ)
Adv. in the fashion of a τρίβων (A), χλαῖναν ἀναβαλοῦ τ. Ar.V.1132.
French (Bailly abrégé)
adv.
en guise de surtout.
Étymologie: τρίβων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριβωνικῶς [τρίβων] adv., kom. woordspeling op τρίβων sub 1 en 2, op de manier van een versleten jas / geroutineerd.
German (Pape)
adv., nach Art eines abgenutzten Mantels, χλαῖναν ἀναβαλοῦ τρ. Ar. Vesp. 1132.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβωνικῶς: на манер рубища Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβωνικῶς: Ἐπίρρ., τὸν τρίβων’ ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς, ὥσπερ τριβώνιον, Ἀριστοφ. Σφ. 1132.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σαν τριβώνιο («τὸν τρίβων' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. τριβωνικός (< τρίβων «είδος ενδύματος») + επιρρμ. κατάλ. -ῶς].
Greek Monotonic
τρῐβωνικῶς: επίρρ. όπως ο τρίβων, μυστηριωδώς, με πανουργία, σε Αριστοφ.