τριγόνια

Greek Monolingual

τὰ, Α
(στον Αριστοτ.) τεττιγόνια (βλ. τεττιγόνιον).
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλη γρφ. του τεττιγόνια, κατ' επίδραση του τρίζω (πρβλ. τρίγλη)].