τεττιγόνια
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1100] τά, eine kleinere Cicadenart; Epilyc. com. bei Phot.; vgl. Ath. IV, 133 b; Arist. H. A. 4, 7. 5, 30.
Greek Monolingual
και τεττιγόνια, η, Ν
εντομολ. γένος και γενική ονομασία ακρίδων της οικογένειας τεττιγονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. tettigonia < τεττιγόνιον + κατάλ. -ία].