τριθέλυμνος

English (LSJ)

gloss on τρίπτυχος, Eust.849.5.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρίπτυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»), πρβλ. τετραθέλυμνος].