τρίπτυχος

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπτῠχος Medium diacritics: τρίπτυχος Low diacritics: τρίπτυχος Capitals: ΤΡΙΠΤΥΧΟΣ
Transliteration A: tríptychos Transliteration B: triptychos Transliteration C: triptychos Beta Code: tri/ptuxos

English (LSJ)

τρίπτυχον, (πτύσσω) consisting of three layers, threefold, τρυφάλεια Il.11.353; of surgical dressings, Gal.14.793, 18(2).822; πτυγματίῳ τριπτύχῳ Heliod. ap. Orib.44.10.8: metaph.. θρῆνοι E. Ph.1635: sometimes simply = τρεῖς, Id.Or.1513 (troch.), HF474, Lyc. 573.

German (Pape)

[Seite 1146] dreifaltig, dreifach, aus drei Schichten, Lagen über einander bestehend; τρυφάλεια, Il. 11, 353; νεκροί, Eur. Phoen. 1629; τυραννίδες, Herc. Fur. 474.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé d'une peau repliée trois fois, càd d'une triple peau.
Étymologie: τρεῖς, πτυχή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπτυχος -ον [τρι-, πτυχή] uit drie lagen bestaand, drievoudig.

Russian (Dvoretsky)

τρίπτῠχος: тройной (τρυφάλεια Hom.): τριπτύχων θρῆνοι νεκρῶν Eur. оплакивание трех мертвецов.

English (Autenrieth)

(πτύσσω): triple, of three layers, τρυφάλεια, Il. 11.353†.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίπτυχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πτύσσεται, που διπλώνεται σε τρία μέρη
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίπτυχο
1. συγκρότημα από τρεις ζωγραφικές ή ξυλογλυπτικές συνθέσεις που συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε οι δύο πλαϊνές να μπορούν να καλύπτουν αυτήν που βρίσκεται στο κέντρο
2. (τυπογρ.) έντυπο φυλλάδιο, ιδίως διαφημιστικό, που διπλώνεται δύο αλλεπάλληλες φορές σχηματίζοντας έτσι τρία συνεχόμενα φύλλα ή έξι σελίδες
3. καπέλο τρίκωχο, τρικαντό
αρχ.
1. ο τριπλός, ο τριών ειδών
2. (το αρσ. πληθ.) τρίπτυχοι
τρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πτυχος (<πτυχή), πρβλ. δίπτυχος].

Greek Monotonic

τρίπτῠχος: -ον (πτυχή), τριπλός, αυτός που αποτελείται από τρία στρώματα, Λατ. triplex, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπτῠχος: -ον, (πτύσσω) ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν πτυχῶν ἢ στρωμάτων ἢ πλακῶν, τριπλοῦς, τρυφάλεια Ἰλ. Λ. 353· τρ. τυραννίδες Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 474· θρῆνοι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1635· - ἐνίοτε ἁπλῶς = τρεῖς, εἴ γε λαιμοὺς εἶχε τριπτύχους θανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1513, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. τρίπλακα.

Middle Liddell

τρί-πτῠχος, ον, πτυχή
threefold, Lat. triplex, Il., Eur.

English (Woodhouse)

three fold

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)