τριμηνία

English (LSJ)

ἡ, space of three months, PRev.Laws 22.1, 34.21 (iii B. C.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ τρίμηνος
χρονική περίοδος τριών μηνών
νεοελλ.
μίσθωμα ή αμοιβή που δίνεται για διάστημα τριών μηνών.