τρισοϊζυρός
Greek (Liddell-Scott)
τρισοϊζυρός: -ά, -όν, ὁ ἄγαν ὀϊζυρός, πάνυ δυστυχής, τρισάθλιος, Ἀρχίλ. 116. ― Ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 279. 17, Ἐτυμ. Γουδ. 585. 14 τρισόζωος (ἀλλὰ τρισόζυος ἐν ἑνὶ βιβλίῳ) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλου.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
τρισάθλιος, αντιπαθέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + ὀϊζυρός «άθλιος, αξιολύπητος»].
German (Pape)
auch 3 Endgn, dreimal, sehr unglücklich, Archil. 88.