-ον, Μαυτός που εκπέμπει τριπλό φώς, από τρεις πηγές.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -φωτός (<φῶς, φωτός), πρβλ. πολύφωτος].
in dreifachem Lichte, sp.D.