τριχόδεσμος

English (LSJ)

ὁ, hair-band, Hsch. s.v. ἄμπυξ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν τριχῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ᾄμπυξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «δεσμός τριχῶν, ἄμπυξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + δεσμός (πρβλ. κεφαλόδεσμος)].

German (Pape)

ὁ, Haarband, Hesych. v. ἄμποξ.