τριύφαντος

English (LSJ)

[ῠ], ον, with triple web, PGrenf.2.111.38 (v/vi A. D.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει υφανθεί με τριπλό υφαντικό χειρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὑφαντός (< ὑφαίνω), πρβλ. ἡμιύφαντος].