τροπίας

English (LSJ)

οἶνος, ὁ, turned, i.e. sour, wine (cf. τρέπω II.3, τροπή 1.2), Ar.Fr. 213; cf. ἐκτροπίας.

German (Pape)

ὁ, οἶνος, umgeschlagener od. verdorbener Wein, Ar. in Vetera Lexica.

Russian (Dvoretsky)

τροπίας: adj. m прокисший (οἶνος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τροπίας: οἶνος, ὁ, ὁ ἐκτραπεὶς τῆς ἑαυτοῦ φύσεως, «κομμένον ἢ χαλασμένον κρασί», (πρβλ. τρέπω ΙΙ. 3, τροπὴ Ι. 2), Ἀριστ. Ἀποσπ. 13· καὶ ἐκτροπίας Μοῖρις, σ. 373.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. οἶνος) κομμένο, χαλασμένο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας του τρέπω + κατάλ. -ίας (πρβλ. ὀμφακίας].