τροπισμός

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν τροπίζω
ναυτ. κατάκλιση του σκάφους με σκοπό τον καθαρισμό και τη συντήρηση της γάστρας του.
(II)
ο, Ν
βιολ.
1. προσανατολισμός της αύξησης τον οποίο παρουσιάζουν τα φυτικά όργανα ως αντίδραση σε διάφορα ερεθίσματα, φυσικά, όπως είναι λ.χ. το φως και η βαρύτητα, ή χημικά, όπως είναι η παρουσία ορισμένων χημικών στοιχείων κ.ά.
2. (κατ' επέκτ.) η ολοκληρωτική μετακίνηση ενός οργανισμού ο οποίος διευθύνεται προς έναν φυσικό παράγοντα ή απομακρύνεται από αυτόν, ο τακτισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tropism < τρόπος + κατάλ. -ισμός].