(I)-έω, Α(σπάν. ποιητ. τ.) τρέπω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα τρόπ- του τρέπω, κατά τα συνηρημ. σε -έω / -ῶ (πρβλ. φέρω: φορῶ)].(II)-όω, ΜΑ τροπήτρέπω κάποιον σε φυγή, κατατροπώνω.(III)-όω, Αβλ. τροπώνω.