τροπώ

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α
(σπάν. ποιητ. τ.) τρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα τρόπ- του τρέπω, κατά τα συνηρημ. σε -έω / - (πρβλ. φέρω: φορῶ)].
(II)
-όω, ΜΑ τροπή
τρέπω κάποιον σε φυγή, κατατροπώνω.
(III)
-όω, Α
βλ. τροπώνω.