τροχιόδρομος

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ηλεκτροκίνητο όχημα ή συγκρότημα οχημάτων μεταφοράς επιβατών που κινείται σε σιδηροτροχιές τοποθετημένες στο κατάστρωμα τών δρόμων και τροφοδοτείται με ηλεκτρική ενέργεια από εναέριο καλώδιο, το τραμ
2. φρ. «ιπποκίνητος τροχιόδρομος» — ο πρώτος τροχιόδρομος που έκανε την εμφάνιση του και του οποίου το όχημα συρόταν από άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιά + δρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].