τρυγήσιμος

English (LSJ)

τρυγήσιμον, ripe for gathering, EM271.32, Hsch. s.v. διατρύγιος, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγήσιμος: -ον, ὥριμος πρὸς τρύγησιν, Ἐτυμολ. Μέγ. 271. 32, Ἡσύχ. ἐν λέξ. διατρύγιος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρυγήσιμος, -η, -ον, ΝΑ τρύγησις
(για καρπούς) κατάλληλος για τρύγηση, για συγκομιδή («τρυγήσιμα σταφύλια»).

German (Pape)

ον, lesbar, zur Ernte od. Weinlese reif, EM. 271.32.