τρύος

English (LSJ)

εος, τό, (τρύω) = πόνος, distress, toil, labour, Call. ap. Et.Gen. (= Powell Coll.Alex.p.96).

German (Pape)

[Seite 1156] τό, = πόνος, Drangsal, Mühsal, Arbeit, Anon. im E. M. 94, 42.

Greek (Liddell-Scott)

τρύος: τό, (τρύω) = πόνος, κόπος, μόχθος, ἀνώνυμος Ποιητὴς παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 94. 42.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) κόπος, ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ., παρ. του ρ. τρύω, ο οποίος διατηρεί τη σημ. «βασανίζω, ενοχλώ» του ρήματος].