τσακωμός

Greek Monolingual

ο, Ν τσακώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσακώνω, σύλληψη, παγίδευση
2. φιλονικία, καβγάςμετά τον τσακωμό τους δεν ξαναμίλησαν»).