τσακώνω

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source

Greek Monolingual

και διαλ. τ. τζακώνω Ν
1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω
2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τον τσάκωσα να κλέβει»)
3. (κατ' επέκτ.) πιάνω, αρπάζω
4. μέσ. τσακώνομαι
φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω («τσακώθηκαν στη μοιρασιά»)
4. φρ. α) «τον τσάκωσα στα πράσα» — τον έπιασα επ' αυτοφόρω
β) «είμαι τσακωμένος με κάποιον» — έχω φιλονικήσει, έχω έλθει σε ρήξη με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι παρ. του τ. τσακί / τζακί(ον) «είδος σουγιά που σπάει και διπλώνει στα δύο» (πρβλ. τσακίζω), ενώ, κατ' άλλους, έχει προέλθει μέσω ενός αμάρτυρου ψακώνω (για την τροπή του -ψ- σε -τσ
βλ. τσευδός) με συμφυρμό από τα ρ. ψάχνω και μαγκώνω. Έχει προταθεί, επίσης, η αναγωγή του ρ. στον δωρ. τ. σακόω του σηκῶ «κλείνω, περικλείω, βάζω στον σηκό το αρνί για να το πιάσω», ο οποίος προφέρθηκε σσακόω (από συνεκφορά με τ. αντωνυμιών σε φρ. όπως τους σακόω ή τον σακόω) και στη συνέχεια το -σσ- τράπηκε σε -τσ- (πρβλ. κότσυφας: κόσσυφος)].