Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσακώνω

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

και διαλ. τ. τζακώνω Ν
1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω
2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τον τσάκωσα να κλέβει»)
3. (κατ' επέκτ.) πιάνω, αρπάζω
4. μέσ. τσακώνομαι
φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω («τσακώθηκαν στη μοιρασιά»)
4. φρ. α) «τον τσάκωσα στα πράσα» — τον έπιασα επ' αυτοφόρω
β) «είμαι τσακωμένος με κάποιον» — έχω φιλονικήσει, έχω έλθει σε ρήξη με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι παρ. του τ. τσακί / τζακί(ον) «είδος σουγιά που σπάει και διπλώνει στα δύο» (πρβλ. τσακίζω), ενώ, κατ' άλλους, έχει προέλθει μέσω ενός αμάρτυρου ψακώνω (για την τροπή του -ψ- σε -τσ
βλ. τσευδός) με συμφυρμό από τα ρ. ψάχνω και μαγκώνω. Έχει προταθεί, επίσης, η αναγωγή του ρ. στον δωρ. τ. σακόω του σηκῶ «κλείνω, περικλείω, βάζω στον σηκό το αρνί για να το πιάσω», ο οποίος προφέρθηκε σσακόω (από συνεκφορά με τ. αντωνυμιών σε φρ. όπως τους σακόω ή τον σακόω) και στη συνέχεια το -σσ- τράπηκε σε -τσ- (πρβλ. κότσυφας: κόσσυφος)].