τσιγκέλι
Greek Monolingual
και τσιγγέλι και τσεγγέλι, το, Ν
1. σιδερένιο άγκιστρο, ιδίως για το κρέμασμα κρεάτων σε κρεοπωλείο
2. σιδερένιο εργαλείο με πολλά αγκίστρια για την ανέλκυση αντικειμένων που έχουν πέσει σε πηγάδι ή σε μεγάλο βάθος νερού
3. φρ. «με το τσιγκέλι του παίρνεις την κουβέντα [ή του τά βγάζεις]» — λέγεται για άνθρωπο που είναι υπερβολικά ολιγόλογος ή που αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cengel].