τσουκαλάς
Greek Monolingual
ο, Ν
1. κατασκευαστής τσουκαλιών, αγγειοπλάστης
2. πωλητής πήλινων σκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουκάλι + κατάλ. -άς (πρβλ. σαμαράς)].
ο, Ν
1. κατασκευαστής τσουκαλιών, αγγειοπλάστης
2. πωλητής πήλινων σκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουκάλι + κατάλ. -άς (πρβλ. σαμαράς)].