τσυκνιάς

Greek Monolingual

και τσικνιάς και τσουκνιάς και τσουκανιάς, ο, Ν
ζωολ. γενική κοινή ονομασία ερωδιών τών γενών ardea, ardeola και egretta της οικογένειας ardeidae, από τα οποία στη χώρα μας φωλιάζουν τα είδη Αrdea cinerea, κν. σταχτοτσικνιάς, Αrdea purpurea, κν. πορφυροτσικνιάς, Egretta alba, κν. αργυροτσικνιάς, Egretta garzetta, κν. λευκοτσικνιάς ή εγκρέτ(τ)α, και Αrdeola ralloides, κν. κρυπτοτσικνιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκνίας (< κύκνος) με τσιτακισμό. Σε ορισμένους τ. (πρβλ. τσουκανιάς, τσουκνιάς) το -υ- έχει διατηρήσει την αρχαία προφορά του ως -ου- (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)].