τυννοῦτος

English (LSJ)

τυννοῦτον, and ο, lengthened form of τυννός, so small, so little, Ar. Th.745; commonly with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Id.Ach.367, Eq.1220; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Id.Nu.392 (anap.), Ra.139.

French (Bailly abrégé)

τυνναύτη, τυννοῦτο;
si petit, aussi petit que ça avec un geste.
Étymologie: DELG τυννός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυννοῦτος -ον [τυννός, οὗτος] zó klein.

German (Pape)

ον, att. τυννουτοσί, τυννουτονί, von τυννός gebildet, wie τηλικοῦτος von τηλίκος, so klein, so wenig, tantillus, Ar. Ach. 345, Eq. 1216, Nub. 868.

Russian (Dvoretsky)

τυννοῦτος: столь малый Arph.

Greek Monolingual

-ον και -ο, Α
(επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ-οῦτος].

Greek Monotonic

τυννοῦτος: -ον και -ο, επιτετ. τύπος του τυννός, Λατ. tantillus, σε Αριστοφ.· με δεικτικό ι, τυννουτοσί, -ονί, στον ίδ.· γεν. και δοτ. τυννουτουί, -ῳι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

τυννοῦτος: -ον, καὶ ο, κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τοῦ τυννὸς (ἴδε οὗτος Α), τόσον μικρός, τόσον ὀλίγος, Λατ. tantillus, Ἀριστ. Θεσμ. 745· συνήθως μετὰ δεικτικοῦ ι, τυννουτοσί, -ονί, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 367, Ἱππ. 1221· γενικ. καὶ δοτικ. τυννουτουί, ῳί, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 392, ἐν Βατρ. 139, ἐν Ἀχ. 367.

Middle Liddell

[lengthd. form of τυννός, Lat.]
tantillus, Ar.; with ι demonstr., τυννουτοσί, -ονί, Ar.; gen. and dat. τυννουτουί, -ῳί, Ar.