τυπικό

Greek Monolingual

το / τυπικόν, ΝΜ
1. εκκλ. λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας το οποίο περιέχει την τυπική διάταξη τών διαφόρων εκκλησιαστικών ακολουθιών και ιεροτελεστιών κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους
2. (λειτ.) καθένα από τα αντίφωνα που ψάλλονται κατά τη θεία λειτουργία στην Ορθόδοξη Εκκλησία πριν από τη Μικρή Είσοδο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες γιορτές
νεοελλ.
1. εκκλ. ο εσωτερικός κανονισμός τών μοναστηριών που αφορά την οργάνωση, τη διοίκηση και την τάξη τών μονών, τη διαβίωση και την εν γένει λατρευτική και λειτουργική ζωή, αλλ. κτητορικό [ή κτιτορικό] τυπικό
2. γλωσσ. το μέρος της γραμματικής το οποίο πραγματεύεται τους τύπους τών λέξεων, δηλαδή την κλίση τών ονομάτων, τών αντωνυμιών, τών αριθμητικών και τών ρημάτων, το κλιτικό σύστημα μιας γλώσσας, αλλ. τυπολογικό
μσν.
1. διάταγμα, ιδίως βασιλικό
2. στον πληθ. τὰ τυπικά
α) επιλεγμένα αποσπάσματα ψαλμών
β) πιθ. σφραγίδες διαθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. τυπικός.