τυροβόλος

English (LSJ)

ὁ, or τυροβόλον, τό, = τυροβόλιον (cheese-basket), PSI 6.606.4 (iii BC).

Greek Monolingual

ὁ, και τυροβόλον, τὸ, ΜΑ
τυροβόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.