τυροκλέπτης

Greek Monolingual

και τυρόκλεψ, ὁ, Α
τυροκλόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κλέπτης/ -κλεψ (< κλέπτω), πρβλ. βοῦ-κλεψ, ὀρνιθο-κλέπτης.