τυροκλόπος

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
(κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού στην Γαλεομαχία του Προδρ.) αυτός που κλέβει το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. κυνοκλόπος].