τυροτόμος

English (LSJ)

τυροτόμον, (τέμνω) cutting cheese, Sch.Il.11.639, Eust.871.60.

German (Pape)

[Seite 1165] Käse schneidend, Eustath. 819, 38.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροτόμος: -ον, (τέμνω) ὁ κόπτων τυρόν, ἡ τυροτόμος μάχαιρα Εὐστ. 871. 60, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 639. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για εργαλείο) αυτός που κόβει τυρί (τυροτόμος μάχαιρα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. υλοτόμος.