-ουν, και -οος, -οον, Μαυτός που πλέει στο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -πλους / -πλοος (< πλόος / πλοῦς < πλέω), πρβλ. μικρό-πλους, ταχύ-πλους].