υγρόχρους
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, και ὑγράχρως, -ων, ΜΑ
αυτός που έχει υγρή επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χρους /-χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ἐρυθρό-χρους/-χρως].
-ουν, και -οος, -οον, και ὑγράχρως, -ων, ΜΑ
αυτός που έχει υγρή επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χρους /-χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ἐρυθρό-χρους/-χρως].