-ώπιδος, ἡ, Μαυτή που έχει απαλό, τρυφερό πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -ῶπις (θηλ. του -ωπος< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. γλαυκῶπις].